ἐπίβρεγμα

ἐπίβρεγμα
ἐπίβρεγμα
wet application
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή …   Dictionary of Greek

  • ἐπιβρέγμασι — ἐπίβρεγμα wet application neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγμασιν — ἐπίβρεγμα wet application neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγματα — ἐπίβρεγμα wet application neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγματι — ἐπίβρεγμα wet application neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβρέγματος — ἐπίβρεγμα wet application neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”